αλκάθω

αλκάθω
ἀλκάθω (Α)
άχρηστος ενεστώτας τού ἀλκαθεῑν*.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • Ἀλκάθω — Ἄλκαθος masc nom/voc/acc dual Ἄλκαθος masc gen sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Ἀλκάθῳ — Ἄλκαθος masc dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • άλαλκε — ἄλαλκε (Α) (γ΄ ενικό πρόσ. αορ. β΄) απομακρύνω απωθώ βλ. και ἀλέξω. [ΕΤΥΜΟΛ. Επικός και ποιητικός γενικότερα ρηματικός τ. (γ΄ ενικού πρόσ. και αορ. β΄) που σχηματίζεται από τη μονοσύλλαβη ρ. ἀλκ με αναδιπλασιασμό. Μεταπτωτική βαθμίδα τής ίδιας… …   Dictionary of Greek

  • αλκαθείν — ἀλκαθεῑν (Α) βοηθώ, υποστηρίζω. [ΕΤΥΜΟΛ. Απαρέμφατο αορίστου τού άχρηστου ενεστωτικού τ. ἀλκάθω, πρβλ. και τ. ἀμυνάθω ἀμύνω. Η λ. είναι ρηματικό παράγωγο τής ρίζας ἀλκ , με την οποία αυνδέονται επίσης και οι λ. ἄλαλκε, ἀλκί, ἀλκάζω] …   Dictionary of Greek

  • aleq- —     aleq     English meaning: “to hit back, shoot”     Deutsche Übersetzung: “abwehren, schũtzen”, presumably actually “abschließen and dadurch schũtzen”     Material: O.Ind. rákṣ̌ati “ defended, protected, preserved “, Arm. aracel “ graze,… …   Proto-Indo-European etymological dictionary

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”